-
1 παροξυντικά
παροξυντικόςfit for inciting: neut nom /voc /acc plπαροξυντικά̱, παροξυντικόςfit for inciting: fem nom /voc /acc dualπαροξυντικά̱, παροξυντικόςfit for inciting: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 παροτρυντικά
παροτρυντικόςfit for inciting: neut nom /voc /acc plπαροτρυντικά̱, παροτρυντικόςfit for inciting: fem nom /voc /acc dualπαροτρυντικά̱, παροτρυντικόςfit for inciting: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 παροξυντικών
παροξυντικόςfit for inciting: fem gen plπαροξυντικόςfit for inciting: masc /neut gen pl -
4 παροξυντικῶν
παροξυντικόςfit for inciting: fem gen plπαροξυντικόςfit for inciting: masc /neut gen pl -
5 παροξυντικόν
παροξυντικόςfit for inciting: masc acc sgπαροξυντικόςfit for inciting: neut nom /voc /acc sg -
6 παροτρυντικόν
παροτρυντικόςfit for inciting: masc acc sgπαροτρυντικόςfit for inciting: neut nom /voc /acc sg -
7 παροξυντικός
A fit for inciting or urging on,εἴς τι X.Cyr.2.4.29
;λόγοι π. πρός τι D.20.105
;ἐπί τι Plu.Pomp.37
.2 exasperating, provoking, Isoc.1.31 : Medic., aggravating bad symptoms, Hp.Prorrh.1.50. Adv. [suff] παροξ-κῶς Plu.2.21a.III π. ἡμέρα day of the fit in intermittent fevers, Gal. 7.340.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροξυντικός
-
8 παροξυντική
-
9 παροξυντικῇ
-
10 παροξυντικής
-
11 παροξυντικῆς
-
12 παροξυντικαίς
-
13 παροξυντικαῖς
-
14 παροξυντικαί
παροξυντικόςfit for inciting: fem nom /voc pl -
15 παροξυντικοίς
-
16 παροξυντικοῖς
-
17 παροξυντικού
-
18 παροξυντικοῦ
-
19 παροξυντικοί
παροξυντικόςfit for inciting: masc nom /voc pl -
20 παροξυντικούς
παροξυντικόςfit for inciting: masc acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παροξυντικά — παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc pl παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc/acc dual παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρυντικά — παροτρυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc pl παροτρυντικά̱ , παροτρυντικός fit for inciting fem nom/voc/acc dual παροτρυντικά̱ , παροτρυντικός fit for inciting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικῶν — παροξυντικός fit for inciting fem gen pl παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικόν — παροξυντικός fit for inciting masc acc sg παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροτρυντικόν — παροτρυντικός fit for inciting masc acc sg παροτρυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικαῖς — παροξυντικός fit for inciting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικαί — παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοῖς — παροξυντικός fit for inciting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοί — παροξυντικός fit for inciting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοῦ — παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικούς — παροξυντικός fit for inciting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)